- καλαμάγρωστις
- κᾰλᾰμ-άγρωστις, εως, ἡ,A Dactyloctenium aegyptiacum, Dsc.4.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμάγρωστις — Dactyloctenium aegyptiacum fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμάγρωστις — (Calamagrostis). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων περιοχών. Στην Ελλάδα τα πιο συνηθισμένα είδη είναι η κ. η επίγειος, γνωστότερη με την κοινή ονομασία αγριοκάλαμο, που… … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
χοιροκαλαμίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό καλαμάγρωστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κάλαμος + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek